EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) Kövér: Rothschild – Σίνας – Wodianer < > ΣΕΙΡΗΝΙΔΟΥ: Η ελληνική εμπορική ...
Η εμπορική πολιτική της Αυστρίας και οι Έλληνες
________________
AMELIE LANIER

 

Η τελωνειακή πολιτική ως μέσο άσκησης
οικονομικής πολιτικής

Από καταβολής της, δηλαδή από τα μέσα του 18ου αι. περίπου, η οικονομική πολιτική της Αυστρίας ακολουθούσε τις αρχές του μερκαντιλισμού: οι ιθύνοντες θεωρούσαν καθήκον τους να διασφαλίζουν πλεόνασμα στις εξαγωγές. Επιδίωκαν να επηρεάσουν με δασμούς τη σχέση εισαγωγών και εξαγωγών. Ήταν η εποχή που οι Αυστριακοί πολιτικοί ανακάλυψαν τα πλεονεκτήματα του τελωνειακού συστήματος. Πρώτον, οι δασμοί προσφέρονταν για το γέμισμα του κρατικού ταμείου. Δεύτερον, αποτελούσαν πρόσφορο μέσο για τη ρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου. Το πρόβλημα στην όλη υπόθεση ήταν ότι οι δύο αυτές χρήσεις των δασμών αναιρούσαν η μία την άλλη.
Στις συζητήσεις των οικονομολόγων είχαν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες του συρμού, οι συζητήσεις όμως πάντα κατέληγαν στο ίδιο σημείο: ερχόταν κάποιος πόλεμος και επιτακτική εμφανιζόταν η ανάγκη για τη συγκρότηση στρατών και για άλλες πολυδάπανες προσπάθειες, καθώς επίσης για την εξεύρεση σε χρόνο μηδέν των απαιτούμενων κονδυλίων.
Η αδήριτη λογική των οικονομικών θεωριών και η απληστία του κρατικού κορβανά έρχονταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με όλα τα είδη δασμών: εξαγωγής, εισαγωγής και διαμετακόμισης. Μόλις κάποιοι ήθελαν να διευκολύνουν την παραγωγή και εξαγωγή ενός προϊόντος με χαμηλούς δασμούς, έβγαιναν στη μέση κάποιοι άλλοι και απαιτούσαν να επιβληθούν δασμοί – και μάλιστα αρκετά υψηλοί – σ’ αυτά ακριβώς τα περιζήτητα προϊόντα, διότι η δασμολόγηση προϊόντων που σπάνια εξάγονται, δεν αποφέρει έσοδα. Οι υψηλοί δασμοί, με τη σειρά τους, όχι μόνο ακρίβαιναν τα προϊόντα, μειώνοντας και τη ζήτηση, αλλά πρόσφεραν και νέες ευκαιρίες πλουτισμού στους λαθρεμπόρους. Ο έλεγχος, πάλι, των συνόρων και η καταστολή του λαθρεμπορίου ήταν πράγματα ανέφικτα στις τότε συνθήκες.
Παρόμοιες δυσκολίες ανέκυπταν και για τους δασμούς εισαγωγής ή διαμετακόμισης. Και όλα αυτά σε μιαν εποχή που οι πολιτικοί θεωρούσαν πολύ σημαντικό το διαμετακομιστικό εμπόριο, και όχι μόνο λόγω των εισπραττόμενων δασμών διαμετακόμισης, αλλά επίσης εξαιτίας της πολιτικής ισχύος που η Αυστρία ήθελε να αποκτήσει και να διαφυλάξει ως χώρα διέλευσης στο εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου.
Εκτός από το θέμα των δασμών, η οικονομική πολιτική κάλυπτε και την παραγωγή ορισμένων προϊόντων της εγχώριας βιομηχανίας και γεωργίας. Την εποχή της Μαρίας Θηρεσίας και έπειτα στην περιοχή της σημερινής Βοϊβοντίνας, δηλ. στο Βανάτο και στην Μπάτσκα έγιναν πειράματα για την παραγωγή κάνναβης, μεταξιού και διαφόρων βαφικών φυτών. Οι προσπάθειες αυτές αποσκοπούσαν στο να παράγει η Αυστρία μόνη της μια σειρά ακριβών εισαγόμενων προϊόντων, ανακουφίζοντας με τον τρόπο αυτό το εμπορικό ισοζύγιο. Τότε επιχειρήθηκε – χωρίς επιτυχία άλλωστε – και ο εγκλιματισμός του ρυζιού, του πιπεριού και του βαμβακιού
.
Barabás Miklós: Gödöllő és az ötfogatú equipage. 1859. Magántulajdon, Kerényi Zoltán felvétele Η οικονομική πολιτική της Αυστρίας τον 18ο αι. βασίστηκε λοιπόν στο εξωτερικό εμπόριο. Όπως είναι φυσικό, η γενική αυτή τάση συχνά περνούσε σε δεύτερη μοίρα λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Με άλλα λόγια, δεν δίσταζαν να επηρεάζουν ή να εκβιάζουν την πολιτική ξένων κρατών με εμπορικά μέσα πίεσης, όταν όμως κάτι τέτοιο δεν έφερνε αποτέλεσμα ή ήταν ανέφικτο λόγω έλλειψης αξιόλογων εμπορικών ανταλλαγών, θυσίαζαν τα συμφέροντα του εμπορίου στον βωμό της εξωτερικής πολιτικής. Η τάση αυτή είναι ευδιάκριτη στην εξωτερική πολιτική απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Αυστριακοί πολιτικοί είχαν τελικά αποδεχθεί το γεγονός ότι η Γαλλία και η Αγγλία θα παραμείνουν μεν πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση, αλλά η Αυστρία δεν θα μπορέσει ποτέ να τις ανταγωνιστεί στη βιοτεχνική παραγωγή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα, με τις παμπάλαιες μεθόδους παραγωγής, τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες των αρχών και άλλα παρόμοια ήταν ό,τι χρειαζόταν η ανερχόμενη αυστριακή βιομηχανία για να έχει έναν φθηνό προμηθευτή πρώτων υλών και μια σίγουρη αγορά διάθεσης των προϊόντων της.


Η Αυστρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες

Μετά τις νίκες επί των Τούρκων, στη διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου ΣΤ΄ συνομολογήθηκαν οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718). Η εμπορική συμφωνία που υπεγράφη ως προσάρτημα της δεύτερης συνθήκης αποτέλεσε τη νομική βάση του εμπορίου μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών επί ενάμιση αιώνα και για τον λόγο αυτό αξίζει τον κόπο να δούμε αναλυτικά τους όρους που περιλάμβανε.
Την εποχή που συνομολογήθηκε η Συνθήκη του Πασάροβιτς, η Αυστρία είχε φθάσει στο απόγειο της ισχύος της, τόσο από εδαφική άποψη όσο και από άποψη στρατιωτικής δύναμης. Με την εμπορική συμφωνία η Αυστρία ήθελε να εξασφαλίσει στην εμπορική ζωή ρόλο αντάξιο της θέσης της ως παγκόσμιας μεγάλης δύναμης. Το άρθρο 3 της συμφωνίας προβλέπει την απολύτως ελεύθερη άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας από τους υπηκόους των δύο αυτοκρατοριών στην επικράτεια του άλλου, με μοναδικό δασμό εκείνο που καταβάλλεται κατά τη διέλευση από τα σύνορα με την Τουρκία (3%), «χωρίς κάποιος άλλος να τους απαιτεί την καταβολή άλλων τελών» (αργότερα ο δασμός αυξήθηκε στο 5%). Αυτή είναι και η μοναδική διάταξη της συμφωνίας που μεταχειρίζεται ισότιμα τους Αυστριακούς και τους Τούρκους υπηκόους. Από την εξέταση των υπόλοιπων όρων της συμφωνίας προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτές αποβλέπουν σε έναν και μοναδικό σκοπό: στο να ευνοούνται οι Αυστριακοί απέναντι στους Τούρκους εμπόρους. Εκτός από την καταβολή του δασμού «δεν επιτρέπεται να οχλεί κανείς τους υπηκόους του αυτοκράτορα». Ο τουρκικός τεσκερές να προστατεύει τους Αυστριακούς από κάθε άλλο φόρο ή επιβάρυνση (Άρθρο 3). Επίσης, να κυκλοφορούν ελεύθερα οι πολίτες αμφότερων των κρατών και στον Δούναβη, συμπεριλαμβανομένης και της ελεύθερης χρήσης των λιμανιών, όπου όμως μόνο λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναφέρονται ονομαστικά (Άρθρο 2). Ως «Αυστριακοί υπήκοοι» νοούνται «Γερμανοί, κάτοικοι των Κάτω Χωρών, Ιταλοί, Ούγγροι» όλων των θρησκευμάτων, έστω και αν «έχουν υποταχθεί για ένα διάστημα μόνο στην καισαροβασιλική επικυριαρχία» (Άρθρο 1). Να επιτρέπεται στους Αυστριακούς υπηκόους να χρησιμοποιούν όλους τους θαλάσσιους λιμένες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Άρθρο 7). Το άρθρο 14 υποχρεώνει τις τουρκικές αρχές να «προστατεύουν» τους Αυστριακούς που κάνουν εμπόριο στα μέρη τους από τους Εβραίους και ούτω καθ’ εξής... Αν εξαιρέσει κανείς την προαναφερόμενη διάταξη περί καταβολής δασμού και την απαίτηση της Υψηλής Πύλης να έχει αντιπροσώπους (Prokuratoren) στο έδαφος της Αυστρίας για την προστασία των Τούρκων υπηκόων, κανένα από τα άρθρα δεν προβλέπει την αμοιβαιότητα: όλα αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση και την προστασία των πολιτών της Αυστροουγγαρίας.
Οι ιθύνοντες στην Αυστρία νόμιζαν ότι μια παρόμοια συμφωνία εξασφάλιζε όλες τις προϋποθέσεις ώστε οι εμπορικές ανταλλαγές να ευνοήσουν σύντομα την Αυστρία. Ως επακόλουθο των τουρκικών πολέμων είχαν την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πάρουν τον ρόλο της Βενετίας στο εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Βέβαια, στη θάλασσα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να διαδραματίσουν έναν παρόμοιο ρόλο, καθώς τα λιμάνια της Αυστρίας δεν είχαν ευνοϊκή γεωγραφική θέση και σύντομα έμειναν πίσω από εκείνα των μεγάλων δυνάμεων του εμπορίου. Όπως αναφέρεται στο πόρισμα της Börsendeputation από το 1801, η διατήρηση της Τεργέστης ως εμπορικού λιμανιού δεν ήταν δυνατή παρά μόνο με γενναίες απαλλαγές, διότι η μεταφορά εκεί στοίχιζε πολύ περισσότερο «απ’ όσο σε οποιοδήποτε άλλο ανταγωνιστικό λιμάνι της Μεσογείου ή της Βόρειας Θάλασσας». Για τον λόγο αυτό ήθελαν να στρέψουν τουλάχιστον τις διά ξηράς εμπορικές μεταφορές προς την Αυστρία.
Τα σχέδια όμως αυτά δεν απέδωσαν πλήρως τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Υπήρχαν εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο κρατών και το διαμετακομιστικό εμπόριο διά ξηράς περνούσε από αυστριακό έδαφος, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο της Αυστρίας απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμενε αρνητικό επί έναν αιώνα και πλέον. Αυτό δημιουργούσε μεγάλη δυσφορία και έδινε αφορμή για πολλές επίσημες μελέτες. Να διευκρινίσουμε από τώρα: το αρνητικό ισοζύγιο οφειλόταν στη δράση των Τούρκων εμπόρων.


Οι έμποροι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Για πολλούς και διάφορους λόγους, οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι έθεσαν ξανά επί τάπητος τα προβλήματα του εμπορίου με την Ανατολική Μεσόγειο. Η BankalAdministration (Διοίκηση Τραπεζών), το CambioMercantilGericht (Εμποροδικείο), η FabriksInspektion (Επιθεώρηση Εργοστασίων) και η τοπική κυβέρνηση του κρατιδίου της Κάτω Αυστρίας κλήθηκαν να αναζητήσουν και να προτείνουν λύσεις ώστε να «αποσπάσουν το τόσο σπουδαίο για την Αυστρία εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου από τα χέρια των Τούρκων υπηκόων και να το στρέψουν προς την Αυστρία». Η απάντηση των τεσσάρων φορέων ήταν σαφέστατη. Ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον έδωσαν όλοι την ίδια ακριβώς απάντηση: δεν υπήρχε τέτοια λύση.
Κατ’ αρχάς, οι απαντήσεις των αρμοδίων επισήμαιναν τους λόγους για τους οποίους οι Αυστριακοί έμποροι δεν μπορούσαν να βάλουν πόδι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ανάμεσα σ’ αυτούς αναφέρονται ενδεικτικά τα φαινόμενα διαφθοράς, οι επιδημίες πανώλους, τα μεγαλύτερης διάρκειας γραμμάτια, ο μακάριος εφησυχασμός των Αυστριακών εμπόρων και ο ανταγωνισμός των γαλλικών, ολλανδικών και αγγλικών προϊόντων σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των αυστριακών εμπορευμάτων.
Κι έπειτα είναι και οι Τούρκοι υπήκοοι... (Οι μακροσκελείς κατάλογοι παραπόνων που διατυπώνονταν πριν από 200 χρόνια εναντίον τους θυμίζουν έντονα τις αντιλήψεις που καλλιεργούνται σήμερα για τους αλλοδαπούς μετανάστες στην Αυστρία. Η αστική νοοτροπία, ιδίως στη γραφειοκρατική εκδοχή της, φαίνεται να παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη σταθερότητα διά μέσου των αιώνων.) Δεν σέβονται, λέει, κανένα νόμο ή κανόνα. Χρόνια ολόκληρα ασκούν το εμπόριο χωρίς άδεια, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία... Δεν διστάζουν να πλαστογραφούν έγγραφα. Δηλώνουν μεταφορείς και στην πραγματικότητα επιδίδονται στο ενεργό εμπόριο... ή αντιστρόφως. Τα τελωνεία και οι υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση, καθώς αδυνατούν να προσδιορίσουν αν τα άτομα που εμφανίζονται μπροστά τους είναι Αυστριακοί ή Τούρκοι υπήκοοι. Η συμπεριφορά τους θυμίζει προσκυνητές: εισάγουν πολλά εμπορεύματα, τα πουλάνε με μεγάλο περιθώριο κέρδους και παίρνουν μαζί τους τα τεράστια κέρδη τους στα Βαλκάνια. (Περίεργη αντίληψη περί προσκυνητών, και μάλιστα στην καθολική Αυστρία...) Είναι πολύ οικονόμοι και εκμεταλλεύονται αδίστακτα τις οικογενειακές διασυνδέσεις τους προκειμένου να πετύχουν καλύτερους όρους. Καταστρέφουν την εμπορική πίστη. Όταν κάποια αισχρή απάτη τους έρχεται στο φως της ημέρας, επιστρέφουν βιαστικά στην πατρίδα για να αποφύγουν την αποκάλυψη και είναι αδύνατον να συλληφθούν. Θα έπρεπε να περιοριστούν σε μια απόκεντρη και απομονωμένη συνοικία, λέει κάποιος, για να ελέγχονται πιο εύκολα. Κάποιος άλλος αντιτείνει ότι κάτι τέτοιο θα τους κάνει πιο δεμένους μεταξύ τους.
Τη στιγμή που στα πορίσματα του Δικαστηρίου και της Διοίκησης Τραπεζών διατυπώνονται παρόμοια παράπονα, η έκθεση της Επιθεώρησης Εργοστασίων επισημαίνει πιο ουσιαστικά προβλήματα: η Αυστρία που εξακολουθεί να μην μπορεί να καλύπτει επαρκώς την εγχώρια ζήτηση, πού να βρει προϊόντα για εξαγωγή προς τα Βαλκάνια; Η Αυστρία είχε έλλειμμα ύψους 5 εκατομμυρίων φιορινίων στο εμπορικό της ισοζύγιο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και δεν είχε να επιδείξει πλεόνασμα ούτε στο ισοζύγιο με άλλες χώρες. Η ποιότητα των αυστριακών προϊόντων δεν ήταν ικανοποιητική, αλλά το βασικό πρόβλημα ήταν η ποσοτική ανεπάρκεια της παραγωγής. Μόνο αν παράγουμε περισσότερα, μπορούμε να έχουμε ελπίδες για επιτυχίες στις εξαγωγές!
Τέλος, η ανάλυση της κυβέρνησης του κρατιδίου της Κάτω Αυστρίας επισημαίνει τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής, στηλιτεύοντας τις θεωρητικές αρχές και τα επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής. Μπορούμε μεν να παράγουμε μετάξι, αν και πολύ ακριβά, αλλά χάνουμε το πολλαπλάσιο των ποσών που εξοικονομούμε, πληρώνοντας αυτή τη φορά για τα βόδια και τα πρόβατα που είμαστε υποχρεωμένοι να εισάγουμε από την Τουρκία. Κι όσο για τις δήθεν δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Αυστριακοί έμποροι στην Τουρκία: οι Γάλλοι, Ολλανδοί και άλλοι έμποροι γιατί μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα από μας; Εκείνοι διατηρούν υποκαταστήματα και πουλάνε πολύ περισσότερα στους Τούρκους από εμάς που είμαστε οι άμεσοι γείτονες.
Καταλήγοντας το πόρισμα συμπεραίνει ότι η Αυστρία με όλη την πολιτική αυτοπεποίθησή της δεν έχει υπεροχή απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Παρά την κακή κατάστασή της, παρά το γενικευόμενο κλίμα εκφυλισμού και βαρβαρισμού και τη διαρκή καταπίεση κάθε διαφωτισμού και κάθε προόδου της σκέψης, η αυτοκρατορία αυτή δεν μπόρεσε ακόμη να καταβαραθρωθεί τελείως».


Οι Έλληνες

Την πολυπληθέστερη ομάδα των «Τούρκων υπηκόων» αποτελούσαν οι Έλληνες (Γραικοί). Τα αρχεία αναφέρουν ακόμα Σέρβους, Αρμενίους και Τουρκοεβραίους. Οι «Γραικοί» κατάγονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις όμορες περιοχές της σημερινής Αλβανίας, της Π.Γ.Δ.Μ. και της Ελλάδας. Οι σύγχρονοι τούς έλεγαν «Τσιντσάρους» ή «Μακεδονοβλάχους». Πρόκειται για Βλάχους των Νοτίων Βαλκανίων, οι οποίοι κάτω από την επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας υιοθέτησαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Η σημαντικότερη οικιστική μονάδα της πατρίδας των Τσιντσάρων ήταν η Μοσχόπολη, από την οποία κατάγονταν και οι Σίνα. (Σήμερα λέγεται Voskopoje: είναι ένα δυσπρόσιτο χωριό της Νοτιοανατολικής Αλβανίας, που αργοπεθαίνει θαμμένο στα ερείπια.)
Οι Έλληνες είχαν δραστηριοποιηθεί ως πλανόδιοι έμποροι πάρα πολλά χρόνια πριν στα τουρκοκρατούμενα μέρη της Ουγγαρίας και στην Τρανσυλβανία, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν με άνεση σε κάθε γωνιά της χώρας μετά την εκδίωξη των Τούρκων. Μετά τους τουρκικούς πολέμους και την εξέγερση των Κούρουτς η διακίνηση εμπορευμάτων ήταν μηδαμινή έως ανύπαρκτη στην Ουγγαρία και οι Έλληνες ουσιαστικά δεν είχαν ανταγωνιστές. Διέσχιζαν με καραβάνια την Ουγγαρία και την Αυστρία κατευθυνόμενοι προς τις πόλεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Γυρολόγοι καθώς ήταν, φρόντιζαν να επισκεφθούν και τα πιο μικρά χωριά. Αγόραζαν άμεσα από τους παραγωγούς και πουλούσαν απευθείας στους καταναλωτές. Από την αρχή δεν πουλούσαν μόνο τα χαρακτηριστικά εμπορεύματα της Τουρκίας, αλλά και οτιδήποτε άλλο που είχε ζήτηση. Στο Σπις αγόραζαν λινά υφάσματα, από τα Βαλκάνια έφερναν μαζί τους βοοειδή, αλλά έκαναν και εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Αργότερα, και συγκεκριμένα την εποχή των πολέμων με τη Γαλλία, το κυριότερο εμπορεύσιμο είδος που προωθούσαν ήταν το βαμβάκι της Μακεδονίας (από αυτό προήλθε και η περιουσία των Σίνα τον 18ο αιώνα).
Οι Έλληνες είχαν φέρει μαζί τους ένα δικό τους πιστωτικό σύστημα, το οποίο διέφερε από την τοπική πρακτική και τους εξασφάλιζε πλεονεκτήματα απέναντι στους εμπόρους της Αυστροουγγαρίας. Δάνειζαν με υψηλότερα επιτόκια και μικρότερη διάρκεια αποπληρωμής, ενώ αντίθετα τα γραμμάτιά τους είχαν μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ό,τι συνηθιζόταν στην Αυστρία. Οι αυστριακές αρχές διατύπωναν μονίμως παράπονα ότι δήθεν οι Έλληνες καταστρέφουν την πιστωτική αγορά. Αυτό είναι, βέβαια, λάθος. Και τούτο διότι δεν υπήρχε και τίποτα που θα μπορούσαν να καταστρέψουν. Στην Αυστρία και στην Ουγγαρία τα γραμμάτια ποτέ δεν λειτούργησαν ως μέσο πληρωμής: έμεναν θαμμένα μέσα στα συρτάρια σαν «νεκρό χαρτί» (άρα ήταν μάλλον ένα είδος χρεωστικού ομολόγου). Αντίθετα, τα γραμμάτια των Ελλήνων κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και ως υποκατάστατο χρήματος σίγουρα έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στα μακρινά ταξίδια με τα καραβάνια.
Στα έγγραφα του Hofkammerarchiv της Βιέννης συχνά βλέπουμε να κατηγορούν τους «Τούρκους υπηκόους» με «απειθαρχία», ότι δηλαδή ανατρέπουν την τάξη των πραγμάτων. Ο László Schäfer, αντίθετα, υποστηρίζει ότι ουσιαστικά οι Έλληνες καθιέρωσαν τη χρήση των γραμματίων στην Ουγγαρία, και σύμφωνα με την άποψη του Ödön Füves σε αυτούς οφείλονται οι συστηματικές μορφές τήρησης λογιστικών βιβλίων και διαχείρισης χρημάτων.
Στην αρχή οι Έλληνες ήταν γυρολόγοι και πλανόδιοι έμποροι που συνεχώς ταξίδευαν. Αργότερα εμφανίζονταν στις εβδομαδιαίες ή μηνιαίες αγορές (παζάρια) που σιγάσιγά άρχισαν να οργανώνονται, άνοιγαν υποκαταστήματα στα μεγάλα αστικά κέντρα, συνεταιρίζονταν με τα μέλη της οικογένειάς τους, ο ένας έπαιρνε την αυστριακή ιθαγένεια, ενώ ο άλλος παρέμενε Τούρκος υπήκοος, εκμεταλλεύονταν τα προνόμια πότε του ενός και πότε του άλλου και πουλούσαν ό,τι μπορούσε να πουληθεί.
Ο Γεώργιος Σίνας, όταν έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αυστροουγγαρίας και ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της Ουγγαρίας, πιστωτής της αυστριακής κυβέρνησης, ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Τότε πια είχε δύσει το άστρο των Ελλήνων εμπόρων. Αυτό οφειλόταν σε πολλούς και διάφορους λόγους. Είχε αλλάξει η παγκόσμια συγκυρία: μετά το 1815 το βαμβάκι εισαγόταν από τις υπερπόντιες χώρες και ήταν και καλύτερης ποιότητας από το μακεδονικό. Όταν οι Τούρκοι περί το 1770 ισοπέδωσαν τη Μοσχόπολη, πολλοί έφυγαν κυνηγημένοι από τη Μακεδονία για να εγκατασταθούν αργότερα μονίμως στην Αυστρία.
Στην Ουγγαρία πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν την – εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου – άποψη ότι ο όρκος πίστεως που απέσπασε η Μαρία Θηρεσία το 1774 είχε σοβαρές και δυσμενείς επιπτώσεις στην εμπορική ζωή των Ελλήνων. Δεν βρήκα ποτέ αποδείξεις που να στηρίζουν τη θεωρία αυτή. Μάλιστα, τα προαναφερόμενα πορίσματα από τις αρχές του 19ου αιώνα λένε ακριβώς το αντίθετο. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό θα πρέπει να επηρέασε τη θέση των Ελλήνων το Διάταγμα περί Ανεξιθρησκίας, διότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση και άνοδο των Εβραίων. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο δεν έχω αρκετή εξοικείωση.
Έτσι, λοιπόν, έχουμε μπροστά μας μια εξελικτική πορεία που παρατηρείται σε πολλές οικογένειες εμπόρων, ανεξαρτήτως εθνότητας και θρησκεύματος. Μερικοί ανεβαίνουν στην κορυφή από το πουθενά, αγωνίζονται με χίλιες στερήσεις να αυξήσουν την περιουσία τους, στρώνουν και τα παιδιά τους στη δουλειά, για να πεθάνουν πλούσιοι, πολλές φορές την ώρα που μετράνε λεφτά ή κλείνουν δουλειές. Και δεν θ’ αργήσει να έρθει μια άλλη γενιά που μεγάλωσε στα πλούτη και κατέχοντας μια σεβαστή περιουσία δεν βλέπει κανένα λόγο να κυνηγάει το χρήμα. Αντ’ αυτού, με περισσή χαρά θα απολαύσει τα υπάρχοντά της. Αυτή ήταν η περίπτωση των Τσιντσάρων και παρόμοια είναι και η περίπτωση η δική μου...

(Μετάφραση: András Mohay)
EPA Budapesti Negyed 54. (2006/4) Kövér: Rothschild – Σίνας – Wodianer < > ΣΕΙΡΗΝΙΔΟΥ: Η ελληνική εμπορική ...