Budapesti Negyed 54. (2006/4) Bácskai: Η συμβολή των ελλήνων ... < > Csorba: Γέφυρα, πόλη, πολιτεία
Ο Έλληνας μαικήνας του ουγγρικού πολιτισμού
Η συμβολή του βαρώνου Σίμωνος Σίνα στην ενίσχυση των Γραμμάτων και της Τέχνης και στην ανέγερση του μεγάρου της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών
________________
ESZTER B. KERÉNYI

 

Όταν αναφερόμαστε στη δραστηριότητα του βαρόνου Σίμωνος Σίνα – του τελευταίου άρ-ρενος απο-γόνου της οικογένειας – ως ευεργέτη και μαικήνα στην Ουγγαρία, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ιδιαίτερη φροντίδα με την οποία ανατράφηκε και στην οποία οφειλόταν η προτίμηση που έδειχνε στα Γράμματα και τις Τέχνες.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Βιέννη όπου και σπούδασε Φιλοσοφία, Ιστορία και Οικονομική Πολιτική στο Πανεπιστήμιο. Μεγάλη επίδραση άσκησε επάνω του ο Ludwig Rembolt, ο οποί-ος αργότερα αποπέμφθηκε από το Πανεπιστήμιο λόγω του φιλελευθερισμού του.
[1]  Είχε λαμπρό ταλέντο στις ξένες γλώσσες: εκτός από τα Ελληνικά, Ουγγρικά και Γερμανικά του σπιτιού και του στενού περιβάλλοντος μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Το βιεννέζικο κλίμα της εποχής με την έντονη πνευματική και καλλιτεχνική ζωή ασφαλώς είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και σίγουρα είχε επιδράσει επάνω του η ρευ-στή πολιτική κατάσταση της εποχής με τους ναπολεόντειους πολέμους, το Συνέδριο της Βιέννης, το ελληνικό ’21, τα γεγονότα του 1848, η οικονομική παρακμή του φεουδαρχικού κα-θεστώτος και η άνοδος της αστικής τάξης.
Η αδυναμία που έτρεφε για την Ουγγαρία οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι στα παιδικά του χρόνια περνούσε τα καλοκαίρια στο Simontornya του νομού Tolna όπου η οικογένειά του είχε κτήματα, καθώς επίσης στο ότι είχε και Ούγγρο παιδαγωγό, τον Zsigmond Józsa. Εκείνος τον μύησε, εκτός από την ουγγρική γλώσσα, «στα ήθη, έθιμα και αρετές της Ουγγαρίας».
[2]  Ως τον θάνατό του, ο Σίνας συνδεόταν μαζί του με ένα βαθύ και προσωπικό δεσμό. Από την άλλη πλευρά, είχε φιλία με τον József Eötvös και τον Ferenc Deák. Σύμφωνα με την παράδοση, στην κηδεία του πατέρα του κλαίγοντας παρακαλούσε τον Deák «να τον ποδηγετήσει και νουθετήσει στην πορεία του προς τον ουγγρικό πατριωτισμό, επειδή ο ίδιος προτιμά να είναι Ούγγρος μεγαλοκτηματίας και πατριώτης παρά επιχειρηματίας και πολίτης της Οικουμένης».[3]  Όπως ο πατέρας του, έτσι και ο Σίμων διατηρούσε καλές σχέσεις με τον κόμη István Szé-chenyi. Ο Τραπεζικός Οίκος Σίνα είχε και τη διαχείριση της ιδιαίτερης περιουσίας του κόμη. Πρώτος ο Γεώργιος Σίνας τάχθηκε υπέρ της κατασκευής της Γέφυρας των Αλυσίδων: εάν εκείνος δεν είχε στηρίξει τότε τον Széchenyi, θα ήταν πιο δύσκολο να κερδίσει την υποστή-ρι-ξη των άλλων τραπεζιτών της κοινοπραξίας. Όπως ο πατέρας του, έτσι και ο Σίμων βοήθησε τον Széchenyi στην υλοποίηση των σχεδίων του και με τον καιρό αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους μαικήνες των δημοσίων ιδρυμάτων που ιδρύονταν και σημείωναν εντυπωσιακή άνοδο την εποχή του. Εξάλλου, ο ιδιαίτερος γραμματέας του Σίνα, ο Antal Tasner ήταν από τους πιο εκλεκτούς συνεργάτες του Széchenyi και υπήρξε και γραμματέας της Εταιρείας για τη χρηματοδότηση της Γέφυρας των Αλυσίδων.
Két garasos újság, 1859. február 13. Με τον θάνατο του πατέρα του, του Γεωργίου, ο Σίμων Σίνας έγινε ένας από τους πιο πλού-σιους μεγιστάνες της Αυστροουγγαρίας. Η περιουσία που κληρονόμησε ανερχόταν σε 80 ε-κα-τομμύρια φιορίνια, με 29 οικογενειακά κτήματα συνολικής έκτασης 1.373.700 στρεμμάτων.[4]  Ύστερα από όλα αυτά καταλαβαίνει κανείς γιατί δεν τον συγκινούσαν ιδιαίτερα οι προοπτικές της επιχειρηματικής δράσης. Όπως έλεγε ο σύγχρονός του Lőrinc Tóth: «δεν αύ-ξη-σε τα εκατομμύρια του πατέρα του, δεν κουβαλούσε νερό στη θάλασσα».[5]  Τα λεφτά τα έβλεπε απλώς σαν μέσο για μια ζωή άξια ενός αριστοκράτη και αφοσιωμένη στις ευεργεσίες.
Πρόσφερε γρήγορα και πλουσιοπάροχα τη βοήθειά του κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη άμε-σης επέμβασης: στις πλημμύρες και τις πυρκαγιές ή όταν έκλειναν εργοστάσια. Διέβλεπε όμως ότι για να έχουμε μακροπρόθεσμη πρόοδο στην ανάπτυξη του ουγγρικού πολι-τι-σμού χρειά-ζεται να στηριχθούν οι τοπικοί φορείς και ήταν πρόθυμος να βοηθήσει κάθε οικονομική πρωτοβουλία στην Ουγγαρία. Όταν ιδρύθηκε ο Ουγγρικός Οικονομικός Σύνδεσμος το 1857, έδωσε 10.000 φιορίνια.
[6]  Όταν το 1853 ο Ferenc Entz, ο πιο γνωστός αμπελουργός και κηποτέχνης της εποχής άνοιξε τη Σχολή Πρακτικής Κηπουρικής, ανέλαβε να καλύψει τα έξοδα πέντε μαθητών.[7]  Υποστήριζε τη γεωργία αθλοθετώντας βραβεία και επιβραβεύοντας ευρεσιτεχνίες.[8]  Τα κτήματά του πολλές φορές είχαν μια πολύ καλή εμφάνιση στις εμπορικές εκθέσεις.[9]  Χρόνια ολόκληρα τα έντυπα Gazdasági Lapok («Οικονομική Εφημερίς») και Budapesti Szemle («Επιθεώρηση της Βουδαπέστης») εκδίδονταν με τη δική του χορηγία.[10] [11]
Ο Σίμων Σίνας επιχορηγούσε τους αναδυόμενους πολιτιστικούς θεσμούς του έθνους, ανα-γνω-ρί-ζοντας την αναγκαιότητά τους στη μορφωτική και πνευματική πρόοδο του ουγγρικού λαού. Υπήρξε αρωγός του Εθνικού Θεάτρου, της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και του Εθνι-κού Μουσείου. Όταν πληροφορήθηκε την κατάσταση του εξοπλισμού, έδωσε 2.000 φιορίνια στο Τμήμα Νομισμάτων του Εθνικού Μουσείου για να αναπληρώσει τις ελλείψεις, αλλά χρη-μα-τοδότησε και τις αγορές από τις Κάτω Χώρες. Επανειλημμένα πρόσφερε χρηματική βοήθεια στο Εθνικό Θέατρο, συνολικού ύψους 25.000 φιορινίων.
[12]  Έδωσε αρκετές χρηματικές δωρεές και στο ταμείο σύνταξης του θεάτρου και συχνά πρόσφερε αναμνηστικά δώρα μικρής ή μεγάλης αξίας στους ηθοποιούς με την ευκαιρία των εμφανίσεών τους. Έδωσε 6.000 φιορίνια και στην Εθνική Λέσχη, όπου δεν σύχναζε πολύ, αλλά γνώριζε πολύ καλά τη σημασία που είχε. [13]
Στην Ουγγαρία τη μεγαλύτερη όμως δωρεά πρόσφερε στην Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών. Το κορυφαίο αυτό πνευματικό ίδρυμα που είχε τάξει στόχο του την πνευματική καθοδήγηση της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και επιστημονικής προόδου, δεν είχε μόνιμη στέγη ούτε στη δεκαετία του 1850. Το 1825–30 οι συνεδρίες γίνονταν στο Πρεσβούργο, στην αί-θουσα της Άνω Βουλής και η Πέστη φιλοξενούσε τις συνεδρίες μόλις από το 1830 και τις Γενικές Συνελεύσεις από το 1831. Η Βιβλιοθήκη στεγαζόταν σε διάφορα μέρη (ένα διάστημα π.χ. στο Μέγαρο Nákó) και φιλοξενούσε τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών. Τελικά, το 1859 μετά από έκκληση του κόμη Emil Dessewffy, προέδρου τότε της Ακαδημίας, ξεκίνησε δημόσιος έρανος.[14]  Πριν από τον έρανο, στις 14 Αυγούστου 1858 πρόσφερε ο Σίμων Σίνας τη δωρεά του ύψους 80.000 φιορινίων που ήταν η πρώτη και μεγα-λύ-τερη ιδιωτική προσφορά. Η επιστολή του βαρόνου και η συστατική πράξη που όριζε τις προ-ϋποθέσεις χορήγησης συντάχθηκαν στη Βιέννη. [15]
«Προκειμένου να αποδείξω και εμπράκτως τη θερμή συμπάθεια την οποίαν τρέφω για την υπόθεση της ουγγρικής παιδείας και επιστήμης εν γένει και για την ουγγρική ακαδημία ειδι-κό-τερα, η οποία καλεί-ται να προαγάγει τους ιερούς αυτούς σκοπούς, και ορμώμενος από το σκε-πτικό ότι θα ήταν ευχής έργο το προειρημένο ουγγρικό πνευματικό καθίδρυμα να έχει δική του μόνιμη στέ-γη όπου να συνεχίσει εν ανέσει το ευγενές του έργο και να στεγάσει επι-με-λώς τις συλλογές του, προβαίνω στη σύσταση της εξής δωρεάς: ...»
— με τα λόγια αυτά αρχίζει η συστατική πράξη του βαρόνου Σίνα. Σύμφωνα με αυτή, ο βαρώνος δεσμεύεται να καταθέτει επί οχτώ χρόνια 10.000 φιορίνια ετησίως στο ταμείο της Ακαδημίας, καταβάλλοντας την πρώτη δόση την 1η Νοεμβρίου 1858 και τις υπόλοιπες την ίδια μέρα κάθε χρόνο. Η Ακαδημία εισπράττει και τους τόκους, ποσόν το οποίο με τον καιρό ανήλθε στα 14.700 φιορίνια. Η γενναία αυτή δω--ρεά συνέβαλε πολύ στην επιτυχία του εράνου και το παράδειγμα του βαρόνου βρήκε πολ-λούς μιμητές, αν και το ύψος των εισφορών δεν πλησίαζε καν το ποσό αυτό. Να ση-μειω-θεί ότι το 1860 και η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Πέστης πρόσφερε 2.000 φιορίνια στην Ακαδημία. [16]
Συγκριτικά αναφέρω ότι κατά την ίδρυση της Ακαδημίας ο István Széchenyi, ως γνωστόν, πρόσφερε τα εισοδήματά του ενός έτους που μεταφραζόταν σε 60.000 φιορίνια. Ο κόμης György Károlyi πρόσφερε τα εισοδήματα έξι μηνών από τα κτήματά του και ο κόμης György Andrássy 10.000 φιορίνια.[17]
Σε αναγνώριση της προσφοράς του, η Ακαδημία στις 19 Δεκεμβρίου 1858 εξέλεξε τον Σίνα μέ-λος του Διοικητικού Συμβουλίου.
[18] Ο Σίνας αργότερα συμπλήρωσε αρκετές φορές με μικρά ή μεγάλα ποσά την δωρεά του, π.χ. όταν έλειπαν τα χρήματα για την τοιχογράφηση της αίθουσας τελετών. [19]
Το 1867 ο Antal Ligeti, διάσημος τοπιογράφος της εποχής, φιλοτέχνησε δύο πίνακες μεγάλου μεγέθους για λογαριασμό της Ακαδημίας με έξοδα του επίτιμου μέλους Ferenc Kubinyi. Οι πί-νακες Το κάστρο του Hricsó και Η Μπάλατον στο Szigliget ήταν τα πρώτα κομμάτια μιας σει-ράς με θέμα τα κάστρα της Ουγγαρίας. Τα άλλα δύο κομμάτια που ολοκληρώθηκαν το 1870 χρηματοδοτήθηκαν από τον βαρόνο Σίνα: Το κάστρο του Trencsény και Το κάστρο του Szepes με τα Καρπάθια.
Ο Σίμων Σίνας έμεινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστη-μών ως το τέλος της ζωής του. Ο επιμνημόσυνος λόγος του εκφωνήθηκε από τον Lőrinc Tóth και παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο σημαντικές πηγές για τη ζωή και τη δράση του ως ευεργέτη.
Εκτός από τους δημόσιους οργανισμούς βοήθησε και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Αν και ο ίδιος ήταν ορθόδοξος χριστιανός, δεν υπήρχε εκκλησία ή δόγμα που να μην ευνοήθηκε από τη δράση του. 2.000 φιορίνια προσέφερε για την ανέγερση της Βασιλικής στη δυναμικά ανα-πτυσσόμενη Συνοικία του Λεοπόλδου
[20]  και επανειλημμένα ευεργέτησε τόσο τη Λουθηρανική, όσο και την Καλβινιστική Εκκλησία. Μία μόνο φορά καταφέρθηκε έντονα κατά της Καθο-λι-κής Εκκλησίας, όταν ο καθολικός εφημέριος του Gödöllő αρνήθηκε να τελέσει μνημόσυνο για τον θάνατο του πατέρα του με τη δικαιολογία ότι ο αποθανών ήταν αλλόδοξος. Τότε κατά τα γραφόμενα του ιερέα:
«... εξαιτίας του μνημόσυνου ο καλόκαρδος βαρώνος αναστατώ-θη-κε τόσο πολύ που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει μπροστά μου βαρύτατες εκφράσεις, λέγοντας πως εμείς οι καθολικοί βλέπουμε τους αλλόδοξους σαν κτήνη και τους στέλνουμε στην κόλαση». [21]
Ο Σίμων Σίνας θεωρούσε την προαγωγή της παιδείας ως μία από τις πιο σπουδαίες υποθέσεις της εποχής του. Παρακολουθούσε την πορεία τόσο της πρακτικής εκπαίδευσης (κηπουρική, αμ-πελουργία) όσο και των δημοτικών και ανώτερων σχολείων. Θεωρούσε καθήκον του να φρον-τίζει για την κατάλληλη μόρφωση του προσωπικού των κτημάτων του και αρκετές φο-ρές ανέλαβε τα έξοδα διδασκαλίας των παιδιών. Σε πολλά μέρη δημιούργησε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Π.χ. στις 20 Ιουλίου 1857 στο κτήμα Gödöllő–Hatvan–Lőrinc[22]  σύστησε ένα ίδρυμα για την ενίσχυση των φτωχών παιδιών με σχολικά είδη και υποτροφίες καθώς και για την αμοι-βή των δασκάλων. Στην εισαγωγή της συστατικής πράξης λέει:
«Επειδή η ευτυχία των εθνών – η ευημερία του συνόλου – εξαρτάται άμεσα από τη μόρφωση του λαού, εμ-φο-ρού-με-νος από την αγνή πρόθεση να υποστηρίξω και να ευοδώσω στο μέτρο των δυ-νά-μεών μου τις προ-νοητικές και σοφές ενέργειες της Υψηλής Κυβερνήσεως και κατά τούτο το μέρος, απο-φά-σι-σα να προαγάγω τον ιερό σκοπό της σχολικής αγωγής στα σχολεία των κτημάτων μου, ανεξαρ-τήτως δόγματος, με υποτροφίες και επιδόματα επιμέλειας, βιβλία και γραφική ύλη, υπό τους κάτωθι όρους: ...».
Συγχρόνως και η βαρώνη Σίνα ίδρυσε ένα ιδιωτικό διδακτήριο,[23] στο οποίο τις ώρες μετά τα μαθήματα μια δασκάλα δίδασκε σε 12 κοπέλες του καθολικού δόγματος και σε ισάριθμες κοπέλες του καλβινιστικού δόγματος διάφορες γυναικείες εργασίες που ήταν απα--ραίτητες για τις άπορες κορασίδες. Το ίδρυμα αυτό λειτούργησε ως το 1925, όταν το έκλεισαν λόγω της δυσπραγίας του κτήματος (που ανήκε τότε στο Στέμμα), επικαλούμενοι και τη δικαιολογία ότι το μάθημα της Χειροτεχνίας είχε γίνει υποχρεωτικό. Και στις δύο πε-ρι-πτώ-σεις οι δωρητές είχαν εκφράσει την επιθυμία να παρίστανται στις εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς. Δυστυχώς, τα πράγματα ήρθαν αλλιώς και μετά το 1857 η οικογένεια δεν ερχόταν στο Gödöllő.
Ο Σίμων Σίνας ενίσχυε τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες της εποχής του με βοηθήματα και πα-ραγγελίες. Στην Ουγγαρία πρόσφερε δωρεά στη σχολή ζωγραφικής του Jakab Marastoni,
[24]  έκτακτο βοήθημα στον γλύπτη Miklós Izsó[25]  και ανέθεσε παραγγελίες στον ζωγράφο György Palinay. Σκεφτόταν να δημιουργήσει μια πινακοθήκη με έργα Ούγγρων ζωγράφων στον πύρ-γο του Gödöllő, μια ιδέα που αποσκοπούσε εκτός από την υποστήριξη των Ούγγρων ζω-γρά-φων και στην αξιοπρεπή διακόσμηση του παλατιού.
Αναμφιβόλως ο Miklós Barabás είναι ο πιο γνωστός Ούγγρος καλλιτέχνης, στον οποίο ο Σί-νας έδωσε παραγγελίες. Από τον ιδιόχειρο κατάλογο του καλλιτέχνη (που ήταν εξάλλου συν-ο-μήλικος του Σίνα) γνωρίζουμε ότι είχε φιλοτεχνήσει αρκετά χαρακτικά και πίνακες για λο-γα-ριασμό του βαρόνου. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι θα πρέπει να ήταν ο πίνακας Η κατά-θεση του θεμέλιου λίθου της Γέφυρας των Αλυσίδων, με τον οποίο ο Σίμων Σίνας ήθελε να απα--θα--νατίσει τη μνήμη του πατέρα του, Γεωργίου Σίνα, που ήταν ο μεγαλύτερος από τους επεν-δυ-τές της γέφυρας. Προσχέδια ο Barabás είχε κάνει από το 1840, αλλά ο πίνακας σε λάδι ολοκληρώθηκε μόλις το 1864. Τα εικονιζόμενα πρόσωπα μπορούν να ταυτιστούν με τη βοή-θεια μιας επεξηγηματικής μελανογραφίας του καλλιτέχνη. Ο Γεώργιος Σίνας εικονίζεται συν-τρο-φιά με τον Ferenc Ürményi, τον παλατίνο Ιωσήφ και τον István Széchenyi. Ο Σίμων Σίνας δώρισε τον πίνακα αυτό στην Πινακοθήκη του Εθνικού Μουσείου που εκείνα τα χρόνια έθετε τα θεμέλια της συλλογής της. Ο πίνακας έχει και πιο μικρές παραλλαγές σε λάδι και ακουαρέλα, αντιστοίχως.
[26]
Ο ζωγράφος πήγε το 1857 στο Gödöllő, μετά από πρόσκληση του βαρώνου. «Ο κ. Barabás πο-λύ σύντομα θα τελειώσει τους έξι πίνακες που ετοιμάζει για λογαριασμό του βαρώνου Σί-μω-νος Σίνα στο Gödöllő. Οι καθ’ όλα εξαίρετοι πίνακες θα παρουσιαστούν σε μία από τις προ-σε-χείς μηνιαίες εκθέσεις μας».
[27] Για έναν από τους πίνακες έγραφαν και οι εφημερίδες της επο-χής, π.χ. η Hölgyfutár («Ταχυδρόμος των Κυριών») τον Οκτώβριο του 1857.[28] Σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Σίνας προόριζε τον πίνακα για το παλάτι του στη Βενετία. Για κάποιο λόγω το έργο βρέθηκε στο Ercsi, από όπου μεταφέρθηκε στο εξωτερικό στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πο-λέμου. Σε πρώτο πλάνο εικονίζεται μια άμαξα με πέντε άλογα, μπροστά κάθονται ο αμα-ξάς και ο υπηρέτης και πίσω ο βαρώνος Σίνας με την κόρη του Αναστασία. Η Αναστασία ήταν η μεγαλύτερη από τις κόρες του βαρόνου που είχαν φθάσει στην ενηλικότητα: γεν-νή-θηκε το 1838 και παντρεύτηκε τον κόμη Viktor Wimpffen στις 11 Ιανουαρίου 1860. Από τον πί-νακα έγινε μια λιθογραφία που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 13ης Φεβρουαρίου 1859 της εφη-μερίδας Két garasos újság («Εφημερίς των δύο γροσιών»).
Από το 1857 χρονολογείται ένα σχέδιο με μολύβι του Barabás για τον βαρόνο.
[29] Είναι γνωστό ένα άλλο σχέδιο με μολύβι που τιτλοφορείται Gödöllő και περίχωρα και φέρει τη χρονολογία 1855.[30]  Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστοί οι άλλοι πίνακες που έγιναν για λογαριασμό του Σίνα, π.χ. ο ολόσωμος πίνακας σε λάδι του βαρόνου ή πίνακας για την Αναστασία.
Ο πύργος του Gödöllő, εξάλλου, είχε ιδιαίτερη θέση στα σχέδια του βαρόνου: ήθελε να δημιουργήσει εδώ μια οικογενειακή κατοικία. Ενδεικτικό της σημασίας του Gödöllő είναι και το γεγονός ότι κατά την επίσκεψη του Φραγκίσκου Ιωσήφ στην Ουγγαρία το 1857, ο βαρώνος ως άρχοντας της Ουγγαρίας ήθελε να τον υποδεχθεί στον πύργο του Gödöllő. Με την ευκαιρία αυτή ανακαίνισε όχι μόνο την επίπλωση του πύργου,
[31] αλλά και το «Βασιλικό Περίπτερο». Το μικρό αυτό εξαγωνικό κτίριο οικοδομήθηκε από τον κόμη Antal Grassalkovich Α΄ κατά την ει-κοσαετία που επακολούθησε της επίσκεψης της Μαρίας Θηρεσίας (1751). Στο πε-ρί-πτερο φυλάσσονταν οι προσωπογραφίες των Ούγγρων βασιλέων, από τους γενάρχες της επο-χής της εγκατάστασης έως τη Μαρία Θηρεσία. Τα 54 πορτρέτα είχαν την εξής διαρρύθμιση: στο άνοι-γμα κάθε παράθυρου ή πόρτας είχαν τοποθετηθεί και από τις δύο πλευρές από 4 πίνακες και επάνω από τα παράθυρα ή πόρτες υπήρχε 1 πίνακας μεγαλύτερου με-γέθους. Οι πίνακες αυτοί καταστράφηκαν από τους οργίλους Αυστριακούς το 1849, όταν στον ουγγρικό αγώνα ανεξαρτησίας ηττήθηκαν στο κοντινό Isaszeg. Το περίπτερο αυτό ανα-καίνισε ο Σίμων Σίνας, συμπληρώνοντας τις προσωπογραφίες των βασιλέων μέχρι την εποχή του. Σήμερα στο Εθνι-κό Μου-σείο Ουγγαρίας φυλάσσονται συνολικά 14 πίνακες του «Βασιλικού Περιπτέρου» του Gödöllő: 3 ανήκουν στην αρχική μπαρόκ σειρά, 9 είναι αντίγραφα που έγιναν κατά την ανακαίνιση του 1857 και 2 είναι πορτρέτα βασιλέων της μετά τη Μαρία Θηρεσία εποχής, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν από πρότυπα το 1857 για λογαριασμό του Σίνα.[32] Η λεπτομέρεια αυτή είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, αφού δείχνει την πρόθεση της οικογένειας να εγκατασταθεί μόνιμα σ’ αυτό το μέρος της Ουγγαρίας. Κι αν οι άρχοντες του τόπου δεν τους καταδέχονταν, το φταίξιμο σίγουρα δεν ήταν δικό τους.
Ο βαρώνος Σίνας ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους φτωχούς και ανήμπορους ή τους στερημένους πλην προικισμένους καλλιτέχνες, ποτέ όμως χωρίς σκεπτικό. Ενδεικτικό είναι το εξής ανέκδοτο που κυκλοφόρησε στις εφημερίδες του Παρισιού:
«Ο βαρώνος Σίνας ζήτησε από έναν ταλαντούχο νεαρό ζωγράφο τον οποίο γνώριζε από καιρό να του γράψει μια αφιέ-ρω-ση στο λεύκωμά του. Ο νεαρός ζωγράφος έγραψε τα ακόλουθα λόγια: „Κύριε Σίνα, δα-νείστε μου 100 χιλιάδες φράγκα και ξεχάστε με για πάντα”. Οπότε ο Σίνας είπε: „Είστε πολύ συμ-παθής για να σας ξεχάσει κανείς και πολύ ταλαντούχος για να μη θεωρηθεί αμαρτία να σας δο-θεί μια τέτοια ευκαιρία για αργοσχολία».[33]
Θα ήταν δύσκολο να πει κανείς επακριβώς πόσα έχει προσφέρει η ευεργετική διάθεση του βα--ρόνου στην ουγγρική κουλτούρα και οικονομία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Lő-rinc Tóth, από το 1856 – χρονιά που παρέλαβε την κληρονομιά του πατέρα του – έως και τον Μάρτιο 1876 οι δωρεές που πρόσφερε στο έδαφος της Αυστροουγγαρίας είχαν ανέλθει στα 550.000 φιορίνια, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ευεργεσίες που είχε κάνει στην Ελλάδα (χρη--ματοδότηση του κτιρίου του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και της λει--τουργίας του Αστεροσκοπείου). Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο ζάπλουτος γιος δεν σπα-τά-λησε άσκοπα την οικογενειακή κληρονομιά και πέρασε στην ιστορία του τόπου ως ο μεγα-λύτερος μαικήνας της εποχής του.

(Μετάφραση: András Mohay)



[1]Λάιος Γεώργιος, Σίμων Σίνας. Αθήνα 1972, σ. 31.

[2]Tóth Lőrinc, Emlékbeszéd hodosi és kizdiai báró Sina Simon felett [Επιμνημόσυνος λόγος στον Σίμωνα Σίνα, βαρόνο του Hodos και Kizdia], στον τόμο Értekezések a társadalmi tudományok köréből, MTA [Πραγματείες από τον χώρο των κοινωνικών επιστημών, Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών], τόμος 4. Budapest 1876, σ. 11.

[3]Tóth, ό.π., σ. 16.

[4]Tóth, ό.π., σ. 1·Vereby Soma, Magyar mágnások életrajzi és arcképcsarnoka [Βιογραφική και προσωπο-γρα-φική πινακοθήκη Ούγγρων μαγνάτων], Pest 1862, σ. 14.

[5]Tóth, ό.π., σ. 28.

[6] Hölgyfutár [Ταχυδρόμος των Κυριών], 6 Νοεμβρίου 1857, σ. 1107.

[7] Vasárnapi Újság [Εφημερίς της Κυριακής], 23 Απριλίου 1876, σ. 257–258.

[8] Vasárnapi Újság, 11 Ιανουαρίου 1857, σ. 18–19 8 Νοεμβρίου, σ. 487.

[9] Vasárnapi Újság, 18 Μαΐου 1856, σ. 175·5 Δεκεμβρίου 1858, σ. 584–585, 12 Ιουνίου 1859, σ. 283.

[10]Ενδεικτικά αναφέρω ότι ο βαρώνος ενίσχυε τα Gazdasági Lapok και εμμέσως, γράφοντας συνδρο-μη-τές τους δια-χειριστές των κτημάτων του καισυμβάλλοντας έτσι και στην επιμόρφωση των υπαλ-λήλων του.

[11] Hölgyfutár, 1856. december 31. σ. 1145.

[12]Tóth, ό.π., σ. 22.

[13]Tóth, ό.π., σ. 22, 24, 23.

[14]Kemény Mária, A Magyar Tudományos Akadémia palotája [Το μέγαρο της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών], στον τόμο A Magyar Tudományos Akadémia palotája és a művészetek a XIX. században [Το μέγαρο της Ουγ-γρικής Ακαδημίας Επιστημών και οι τέχνες τον 19ο αιώνα]. Budapest 1992, σ. 119

[15]Magyar Tudományos Akadémia Könyvtára, Kézirattár [Βιβλιοθήκη της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών, Τμήμα Χειρογράφων], RAL 184/1858 και K 1268/o. (RAL Έγγραφα για την ανέγερση του μεγάρου 1858)

[16] Vasárnapi Újság, 29 Ιανουαρίου 1860.

[17]Bácskai Vera και Nagy Lajos (επιμ.), Széchenyi pesti tervei [Σχέδια του Széchenyi για την Πέστη]. Budapest 1985, σ. 308.

[18] Hölgyfutár, 31 Δεκεμβρίου 1858, σ. 1199, Tóth, ό.π., σ. 3.

[19]Magyar Tudományos Akadémia Könyvtára, Kézirattár, RAL 340/1867.

[20] Hölgyfutár, 12 Δεκεμβρίου 1856, σ. 1065.

[21] Historia Domus. A Gödöllői Római Katolikus Plébánia könyve [Historia Domus. Βίβλος της Ρωμαιοκαθολι-κής Ενορίας του Gödöllő], 1857.

[22]Gödöllői Városi Múzeum [Δημοτικό Μουσείο Gödöllő], TD 2005, 43. 1.

[23]Gödöllői Városi Múzeum, TD 2005, 43. 2.

[24] Hölgyfutár, 19 Δεκεμβρίου 1856, σ. 1097.

[25]Tóth, ό.π., σ. 22.

[26]Barabás Miklós, A Lánchíd alapkőletétele [Η κατάθεση του θεμέλιου λίθου της Γέφυρας των Αλυσίδων], 1859. Λάδι σε μουσαμά, 72,5 × 110 εκ. Budapesti Történeti Múzeum, Fővárosi Képtár [Ιστορικό Μουσείο Βου-δα--πέ-στης, Πινακοθήκη του Δήμου Βουδαπέστης], αρ. συλλογής: 17763 Barabás Miklós, A Lánchíd alapkőletétele, 1842. Ακουαρέλα σε χαρτί, 262 × 338 χιλ. Budapesti Történeti Múzeum, Fővárosi Képtár, αρ. συλλογής: 578.

[27] Hölgyfutár, 27 Ιουλίου 1857, σ. 752.

[28] Hölgyfutár, 27 Οκτωβρίου 1857, σ. 1071.

[29]Barabás Miklós, Báró Sina Simon arcképe [Προσωπογραφία του βαρόνου Σίμωνα Σίνα], 1857. Μολύβι σε χαρτί, 341 × 268 χιλ. Magyar Nemzeti Galéria [Εθνική Πινακοθήκη Ουγγαρίας], αρ. συλλογής: 1937-3186.

[30]Barabás Miklós, Gödöllő környéke [Περίχωρα του Gödöllő], 1855. Μολύβι σε χαρτί, 418 × 290 χιλ. Magyar Nemzeti Galéria [Εθνική Πινακοθήκη Ουγγαρίας], αρ. συλλογής: 1903–44.

[31]Odrobenyák János, Gödöllő hajdan és most [Το Gödöllő άλλοτε και τώρα], Budapest 1875, σ. 152.

[32]Galavics Géza, Rekonstrukciós tanulmány a gödöllői kastélypark királypavilonjának belső díszítéséhez [Μελέτη για την αναπαλαίωση του εσωτερικού διάκοσμου του βασιλικού περιπτέρου στο πάρκο του πύργου του Gödöllő]. 1995–1999. Gödöllői Városi Múzeum, A 2001. 88. 1–2.

[33] Vasárnapi Újság, 30 Σεπτεμβρίου 1860, σ. 484.

Budapesti Negyed 54. (2006/4) Bácskai: Η συμβολή των ελλήνων ... < > Csorba: Γέφυρα, πόλη, πολιτεία